- φράτηρ
- -ερος, και δωρ. τ. φρατήρ, -ήρος, και ιων. τ. φρήτηρ, -ος, και φράτωρ, -ορός, ὁ, Α1. μέλος φράτρας2. είδος μικρού πτηνού («τὸ γένος κοσσύφων φράτωρ», Αιλ.)3. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδελφός»4. φρ. α) «φύω φράτερας» — ωριμάζω ως πολίτης, γίνομαι ώριμος πολιτικά (Αριστοφ.)β) «φράτερες τριωβόλου» — οι Αθηναίοι δικαστές (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhrāter- «αδελφός, συγγενής εξ αίματος» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. bhrātar-, αβεστ. brātar-, λατ. frater (πρβλ. γαλλ. frere, ιταλ. fratello), γοτθ. brōpar, αρχ. άνω γερμ. bruoder (πρβλ. γερμ. Bruder), αγγλοσαξ. brōpor, αρχ. ιρλδ. brāth(a)ir (πρβλ. αγγλ. brother). Αξιοσημείωτο είναι, ωστόσο, το γεγονός ότι η λ. αυτή, η οποία απαντά στις υπόλοιπες ΙΕ γλώσσες με την αρχική σημ. «αδελφός», στην Ελληνική (με εξαίρεση τους δύο τ. τού Ησύχ.: φράτωρἀδελφός και φρήτηρἀδελφός) δεν διατήρησε τη σημ. αυτή, αλλά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα μέλη μιας φατρίας, μιας αδελφότητας, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με φυλετικούς ή, συχνά, και οικογενειακούς δεσμούς, κυρίως όμως με σχέσεις αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι η σημασιολογική αυτή εξέλιξη, η οποία είχε πιθ. συντελεστεί ήδη στην ΙΕ, συνοδεύθηκε στην Ελληνική και με ορισμένες μορφολογικές διαφοροποιήσεις τού τ. φράτηρ ως προς τον τονισμό και την κλίση σε σχέση με άλλες λ. που δηλώνουν πρόσωπα συγγενικά, πρβλ. φράτηρ, φράτερος, φράτερες, σε αντιδιαστολή προς τα πατήρ: πατρός: πατέρες, μήτηρ: μητρός: μητέρες κ.λπ. Τέλος, παρλλ. προς τον τ. φράτηρ απαντά και ο τ. φράτωρ, -ορος, με κλίση κατά τα αρσ. σε -ωρ, -ορος (πρβλ. ῥήτωρ, -ορος)].
Dictionary of Greek. 2013.